- σφακελίζω
- ΝΑ [σφάκελος (Ι)]νεοελλ.(το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένοςο διάβολοςαρχ.1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.)2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω3. (για φυτά και δένδρα) ξεραίνομαι, καίγομαι, καταστρέφομαι («ὁ ἐρινεὸς οὔτε κραδᾷ οὔτε σφακελίζει», Θεόφρ.)4. υποφέρω από σπασμούς.
Dictionary of Greek. 2013.